Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τα φέρνω

  • 1 aksırtmak

    φέρνω φτάρνισμίϊ

    Türkçe-Yunanca Sözlük > aksırtmak

  • 2 muştulamak

    φέρνω καλά νέα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > muştulamak

  • 3 nést

    φέρνω

    Česká-řecký slovník > nést

  • 4 přinášet

    φέρνω

    Česká-řecký slovník > přinášet

  • 5 přinést

    φέρνω

    Česká-řecký slovník > přinést

  • 6 přivádět

    φέρνω

    Česká-řecký slovník > přivádět

  • 7 přivést

    φέρνω

    Česká-řecký slovník > přivést

  • 8 přivézt

    φέρνω

    Česká-řecký slovník > přivézt

  • 9 vynášet

    φέρνω

    Česká-řecký slovník > vynášet

  • 10 bring

    φέρνω

    English-Greek new dictionary > bring

  • 11 przynosić

    φέρνω

    Słownik polsko-grecki > przynosić

  • 12 przynoszenie

    φέρνω

    Słownik polsko-grecki > przynoszenie

  • 13 sprowadzać

    φέρνω

    Słownik polsko-grecki > sprowadzać

  • 14 приводить

    приводить
    несов
    1. φέρ(ν)ω, ὁδηγώ:
    \приводить ребенка домой φέρνω τό παιδί στό σπίτι· \приводить обратно ἐπαναφέρω, φέρνω πίσω· \приводить κ чему́-л. ὁδηγώ σέ...·
    2. (факты, данные и т. п.) παραθέτω, προσάγω, φέρνω:
    \приводить доводы φέρνω ἐπιχειρήματα· \приводить доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \приводить в пример φέρνω σάν παράδειγμα, ἀναφέρω ὡς παράδειγμα·
    3. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρνω / ρίχνω (повергать):
    \приводить в движение βάζω σέ κίνηση· \приводить в замешательство βάζω σέ ἀμηχανία, φέρνω σύγχυση· \приводить в восторг προκαλώ τό θαυμασμό[ν]· \приводить в бешенство, в ярость κά(μ)νω νά λυσσάξει, κάνω ἐξω φρένων· \приводить в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \приводить в чу́вство συνεφέρνω· \приводить в соответствие προσαρμόζω· \приводить в порядок а) βάζω σέ τάξη, τακτοπιώ, б) (уби·. рать) συγυρίζω· \приводить в беспорядок προκαλώ ἀκαταστασία· \приводить в негодность καθιστώ ἄχρηστο, κάνω ἄχρηστο· ◊ \приводить в исполнение θέτω σέ ἐφαρμογή, ἐκτελώ· \приводить приговор в исполнение ἐκτελώ ἀπόφαση· \приводить к концу́ φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνὠ \приводить к присяге ὁρκίζω· \приводить к общему зна-мени́телю мат τρέπω ἐτερώνυμα κλάσματα σε ὁμώνυμα.

    Русско-новогреческий словарь > приводить

  • 15 прииосять

    приио||сять
    несов
    1. φέρνω, προσκομίζω:
    \прииосять обратно φέρνω πίσω, ἐπαναφέρω·
    2. (давать) ἀποδίδω, ἐπιφέρω / καρποφορώ (урожай, плоды и т. п.) / ἀποφέρω (доходы и т. п.):
    \прииосять пользу ἀποδίδω ὅφελος· \прииосять вред ἐπιφέρω ζημία· \прииосять радость φέρνω χαρά· \прииосять счастье (несчастье) φέρνω εὐτυχία (δυστυχία)· ◊ \прииосять благодарность за что́-л. 'ευχαριστώ, εὐγνωμονώ, ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου· \прииосять в жертву θυσιάζω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > прииосять

  • 16 обежать

    обежать
    сов
    1. (вокруг) φέρνω γύρο, περιτρέχω:
    \обежать весь сад φέρνω γύρο ὀλο τό κήπο·
    2. (многих) φέρνω βόλτα, περνώ, τρέχω σέ πολλά μέρη.

    Русско-новогреческий словарь > обежать

  • 17 подносить

    подносить
    несов
    1. (приближать) φέρνω κοντά, πλησιάζω (ρετ.):
    \подносить кии́гу κ глазам φέρνω τό βιβλίο κοντά στά μάτια·
    2. (доставлять) φέρνω, κουβαλώ:
    \подносить патроны κουβαλώ φυσίγγια·
    3. (подарок и т. ἡ.) προσφέρω:
    \подносить букет цветов προσφέρω ἀνθοδέσμη.

    Русско-новогреческий словарь > подносить

  • 18 поднести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-несенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρνω κοντά•

    поднести ложку ко рту φέρνω το κουτάλι στο στόμα•

    поднести ребнка к окну φέρνω το παϊδάκι κοντά στο παράθυρο.

    || μεταφέρω•

    поднести гранаты в окопы μεταφέρω χειροβομβίδες στα χαρακώματα.

    (απρόσ.) έλκω, τραβώ» (παρα)σύρω.
    2. κερνώ, τρατάρω, φιλεύω.
    3. προσφέρω δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > поднести

  • 19 внести

    внести 1) φέρνω μέσα,μπάζω· επιφέρω (в -проект и т. п.) 2) (уплатить) πληρώνω \внестиденьги καταβάλλω (или καταθέτω) χρήματα 3) (вписать) εγγράφω· \внести в список εγγράφω στον κατάλογο 4): \внести предложение υποβάλλω (или κάνω) πρόταση \внести законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο
    * * *
    1) φέρνω μέσα, μπάζω; επιφέρω (в проект и т. п.)
    2) ( уплатить) πληρώνω

    внести́ де́ньги — καταβάλλω ( или καταθέτω) χρήματα

    3) ( вписать) εγγράφω

    внести́ в спи́сок — εγγράφω στον κατάλογο

    4)

    внести́ предложе́ние — υποβάλλω ( или κάνω) πρόταση

    внести́ законопрое́кт — υποβάλλω νομοσχέδιο

    Русско-греческий словарь > внести

  • 20 завести

    завести 1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ 2) (пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος; \завести мотор βάζω μπρος το μοτέρ; \завести часы κουρντίζω το ρολόι ◇ \завести знакомство πιάνω γνωριμία \завести разговор αρχίζω κουβέντα
    * * *
    1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ
    2) ( пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος

    завести́ мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ

    завести́ часы́ — κουρντίζω το ρολόι

    ••

    завести́ знако́мство — πιάνω γνωριμία

    завести́ разгово́р — αρχίζω κουβέντα

    Русско-греческий словарь > завести

См. также в других словарях:

  • φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρνω — Ν βλ. φέρω …   Dictionary of Greek

  • φέρνω — βλ. φέρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαναπατρίζω — φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους …   Dictionary of Greek

  • καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»